top of page
tropopoihseisAP15-090121.png
tropopoihseisAP15-090121.png
%CE%A6%CE%A9%CE%A4%CE%9F_edited.jpg

Απόστολος Γεωργούλας

09.01.2021

Τροποποιήσεις στο πειθαρχικό δίκαιο των υπαλλήλων

Δημοσιεύτηκε πρόσφατα ο ν. 4674/2020 «Στρατηγική Αναπτυξιακή Προοπτική των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Ρύθμιση ζητημάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών και άλλες διατάξεις». Στον εν λόγω νόμο περιλήφθηκαν νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν σε τροποποίηση του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων του Δημοσίου.

Μεταξύ των πιο σημαντικών αλλαγών που επέρχονται είναι οι ακόλουθες:

(α) Προς εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των πειθαρχικών διαδικασιών, τίθενται αποκλειστικές προθεσμίες για τις ενέργειες των αρμόδιων πειθαρχικών συμβουλίων. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι εντός τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας από την πάροδο ενός (1) έτους από τη θέση σε αργία, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να γνωμοδοτήσει για τη συνέχιση ή μη της αργίας, κατόπιν ερωτήματος του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Σε διαφορετική περίπτωση η αργία αίρεται. Προς αποφυγή υπέρβασης της προβλεπόμενης προθεσμίας και αυτοδίκαιης άρσης της αργίας συνεπεία αυτής, το αρμόδιο διοικητικό όργανο υποχρεούται να προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για την έγκαιρη υποβολή του σχετικού ερωτήματος. Σε κάθε περίπτωση, η αργία αίρεται αυτοδικαίως μετά από την πάροδο διετίας από την έκδοση της αρχικής απόφασης θέσης του υπαλλήλου σε αργία.

(β) Στις περιπτώσεις που το πειθαρχικό συμβούλιο γνωμοδοτεί εντός της τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας για τη μη συνέχιση της αργίας, ο υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντά του από την κοινοποίηση της πράξης επαναφοράς. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτοδίκαιης άρσης της δυνητικής αργίας λόγω της άπρακτης παρέλευσης της τρίμηνης προθεσμίας για τη γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου, ο υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντά του από τη συμπλήρωση ενός έτους και τριών μηνών από τότε που τέθηκε σε δυνητική αργία. Σε κάθε περίπτωση αυτοδίκαιης άρσης της αργίας θα πρέπει να εκδίδεται από την αρμόδια Υπηρεσία σχετική διαπιστωτική πράξη.

(γ) Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται πλέον ρητά ότι και σε όσους τελούν σε κατάσταση αναστολής άσκησης καθηκόντων καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών τους, όπως και όταν ο υπάλληλος τίθεται σε αργία. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος τεθεί στη συνέχεια σε καθεστώς αργίας το υπόλοιπο των αποδοχών που δεν καταβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής άσκησης καθηκόντων και της αργίας ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν, μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον απαλλαγεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή τιμωρηθεί με πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση. Εάν ο υπάλληλος απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή αποδειχθεί αβάσιμη η υπόνοια για έκνομη διαχείριση, επιστρέφεται το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε. Σε περίπτωση που ο/η υπάλληλος σε συνέχεια της αναστολής άσκησης καθηκόντων δεν τεθεί σε δυνητική αργία, το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής άσκησης καθηκόντων επιστρέφεται.

Με τις νέες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων προβλέπεται πλέον η δυνατότητα να υποβάλλει ο υπάλληλος την προβλεπόμενη ένσταση κατά αποφάσεων πειθαρχικώς προϊσταμένων ή πειθαρχικών συμβουλίων που κρίνουν σε πρώτο βαθμό όχι μόνο αυτοπροσώπως, αλλά και με συστημένη αλληλογραφία. Σε όλες τις περιπτώσεις αποστολής της ένστασης με συστημένη αλληλογραφία, ως ημερομηνία κατάθεσης θεωρείται η ημερομηνία κατάθεσης της συστημένης αλληλογραφίας στο Ταχυδρομικό Κατάστημα.

Επιπλέον, με τις νέες διατάξεις δίνεται στον Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με αίτημα την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης και ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου κατά τα ειδικώς οριζόμενα στις διατάξεις περί πειθαρχικής αρμοδιότητας του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας. Ειδικότερα, το δικαίωμα προσφυγής του Διοικητή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Διοικητικού Εφετείου κατά πειθαρχικών αποφάσεων προσδιορίζεται στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου του ν. 4622/2019 σε συνδυασμό με την παρ. 3 του άρθρου 142 του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως ισχύει. Συγκεκριμένα, ο Διοικητής της Αρχής μπορεί να ασκεί ένσταση υπέρ της διοίκησης ή του υπαλλήλου, εναντίον όλων των πειθαρχικών αποφάσεων, εξαιρουμένων των αποφάσεων μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών και για οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή.

Επίσης, ο Διοικητής της Αρχής έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά των τελεσίδικων αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων για πειθαρχικά αδικήματα που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού, καθώς και ενώπιον του  Διοικητικού Εφετείου κατά όλων των άλλων τελεσίδικων αποφάσεων μονομελών ή συλλογικών πειθαρχικών οργάνων.

Η προθεσμία για την άσκηση ενστάσεων και προσφυγών από τον Διοικητή της Ε.Α.Δ. αρχίζει από την υποχρεωτική κοινοποίηση των πειθαρχικών αποφάσεων στην Αρχή. Σημειώνεται ότι οι πειθαρχικές αποφάσεις κοινοποιούνται υποχρεωτικά στην έδρα της Ε.Α.Δ., αλλά και ότι η παράλειψη της κοινοποίησης αυτής συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα για τα υπόχρεα όργανα. Ως εκ τούτου οι αρμόδιες Διευθύνσεις Προσωπικού και οι Γραμματείες των Πειθαρχικών Συμβουλίων στην περίπτωση έκδοσης απόφασης από αυτά, θα πρέπει να προβαίνουν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την ορθή και έγκαιρη κοινοποίηση των πειθαρχικών αποφάσεων.

Εξάλλου, με τις νέες διατάξεις προβλέφθηκε ότι η υποχρεωτική ενημέρωση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου από τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια για την πορεία και την έκβαση των πειθαρχικών υποθέσεων, από την εισαγωγή τους σε αυτά μέχρι την έκδοση της πειθαρχικής απόφασης, θα γίνεται ανά τετράμηνο.

bottom of page